ἔννηφιν

ἔννηφιν
ἔννηφιν,
A v. ἔνος (B).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έννηφιν — ἔννηφιν και ἔνηφιν επικ. τ. τής δοτ. ενικ. τού θηλ. τού επιθ. ένος, η, ον (Α) την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ αὔριον ἔς τ ἔνηφιν» και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”